- τιθηνόκομον
- τῐθηνόκομον γένος· τοὺς Αἰθίοπας, ἐπεὶ μέλανες καὶ κομῆται (μελανὶς καὶ κομήτις cod.), Hsch.: also [full] τιθωνόκομον· ἔθνος μέλαν μὲν τὸ ὅλον σῶμα, λευκὸν δὲ τὰς κόμας, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιθηνόκομον — τὸ, Α (ενν. γένος) (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς Αἰθίοπας ἐπεὶ μέλανες καὶ κομῆται». [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός» + κομον (< κομάω < κόμη «μαλλιά»), πρβλ. και τον παρλλ. τ. τιθωνόκομον] … Dictionary of Greek
τιθωνόκομον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἔθνος μέλαν μὲν τὸ ὅλον σῶμα, λευκὸν δὲ τὰς κόμας». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τιθηνόκομον] … Dictionary of Greek